το τάβλι στη τέχνη

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Α.ΠΑΡΙΑΝΟΣ

Καλημέρα. Με λένε Γιάννη και είμαι καλά. Εμένα που με βλέπετε, μη με βλέπετε έτσι. Έχω γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια. Για την ακρίβεια, από τον ίδιο το Χάρο. Σαν τώρα το θυμάμαι. Μη μου πείτε πως δεν έχετε την περιέργεια να ακούσετε την ιστορία μου.

Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου, γύρω στις 2 το βράδυ κι έξω έβρεχε, όπως βρέχει πάντα στα νησιά, Οκτώβρη μήνα. Είναι μαρτύριο αυτά τα ανοιξιάτικα μεσημέρια, ειδικά όταν είσαι μόνος κι έρημος στο σπίτι. Έτσι μόνος ήμουν κι εγώ και μόλις είχα κατεβάσει μια πίτσα με τέσσερα τυριά.

Κάτι σκάλιζα στον υπολογιστή μου ενώ το στερεοφωνικό (Sony – «go create», μου είπαν και συμφώνησα) ούρλιαζε ακριβώς όπως ο τραγουδιστής των Blind Guardian. Η τρομερή ικανότητα μίμησης φωνών και ήχων του στερεοφωνικού μου ήταν άλλη μία από τις απορίες της ζωής μου που δεν κατάφερα να λύσω ποτέ. Έτσι απότομα άλλαζε από Frank Sinatra σε Σωκράτη Μάλαμα και από Πασχάλη Τερζή σε Marilyn Manson. Γενικά, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά, μου αρκούσε να ξέρω απλά να τα χειρίζομαι.

«Τακ τακ.»

Την περισυλλογή μου διέκοψε ένα χτύπημα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, δημιουργώντας μου μια καινούρια απορία: Mπορεί μια γάτα να σκαρφαλώσει πέντε ορόφους; Γιατί στον πέμπτο έμενα, ακριβώς κάτω από την ταράτσα και ακριβώς πάνω από τον τέταρτο. Πάντα έμενα ψηλά για να καταπολεμήσω την υψοφοβία μου, αν και τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Το μόνο καλό ήταν πως είχα στάνταρ σήμα στο κινητό μου (Nokia – «Connecting people», μου είπαν και δεν διαφώνησα).

«Τακ τακ.»

Η γάτα γινόταν επίμονη κι εγώ ανυπόμονος. Δεν ήταν δυνατόν να έρχεται το κάθε βρωμόγατο και να σου χτυπάει το τζάμι τέτοια ώρα. Ξαναγύρισα στον υπολογιστή μου και άνοιξα το «ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο» - βασικά το e-mail μου άνοιξα, αλλά άκουγα πολλούς να το λένε έτσι και μ’ άρεσε. Όπως έχετε καταλάβει, είμαι άνθρωπος με πολλές εσωτερικές αναζητήσεις. Η απορία μου με τα e-mail ήταν το πού κρυβόταν ο ηλεκτρονικός ταχυδρόμος. Περίμενα με αγωνία να φτάσουν τα μηνύματα αλλά ποτέ δεν κατάφερνα να τον δω. Ήταν άλλο ένα ζήτημα που είχε εξάψει την περιέργειά μου, καθώς η ηλεκτρονική του φύση με παραξένευε.

«Τακ τακ.»

Ήταν πλέον καιρός η περιέργεια μου να ασχοληθεί με τη γάτα. Σηκώθηκα προσεχτικά από τη δερμάτινη καρέκλα μου («ή Sato ή κάτω», μου είπαν, κι εγώ προτίμησα Sato) και πλησίασα το δίφυλλο του μπαλκονιού. Προετοιμάστηκα ψυχολογικά για το πέναλτυ, σαν τον Βασιλάκη τον Τσάρτα όταν καρφώνει τους αντίπαλους τερματοφύλακες. Τράβηξα απότομα τις κουρτίνες του Χυτήρογλου, άνοιξα βίαια την πόρτα αλλά τα γρήγορα αντανακλαστικά μου με βοήθησαν να μην κλωτσήσω αμέσως.

«Άντε, βρε αδερφέ, τόση ώρα. Πούντιασα μες στη βροχή.»

Τα λόγια αυτά βγήκαν από το στόμα(;) ενός μαυροφορεμένου αγρότη με πολλή πούδρα στη μάπα του. Αυτή ήταν τουλάχιστον η πρώτη μου εντύπωση. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να φόραγε καλό μέικ-απ γιατί δεν είχε ξεβάψει με τη βροχή. Max Factor ίσως.

Ήταν σχετικά κοντός, πιο κοντός από μένα. Φόραγε ένα μαύρο μακρύ ριχτό – σαν τη Μενεγάκη όταν ήταν έγκυος. Μόνο που η Ελενίτσα δεν φόραγε τη μαύρη κουκούλα που είχε αυτός ο τύπος και που κάλυπτε όλη του την κόμμωση. Προφανώς ήταν άλουστος.

Η φάτσα του ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης. Κάτασπρη σαν το γιαούρτι που μου πάσαρε ο φούρναρης («Είστε complet; με ρώτησαν∙ του είπα «Ναι,» αλλά το πήρα) και μακρόστενη. Μαύρο κενό στη θέση των ματιών αλλά και στα ρουθούνια. Και πάνω απ’ όλα στο στόμα, το οποίο ήταν ένα τεράστιο στραβό άνοιγμα, σαν να χασμουριόταν αγελάδα. Η φάση ήταν πως δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα παραμέσα, ούτε καν ύφασμα. Το άλλο περίεργο ήταν πως δεν είχε φρύδια, γεγονός στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος. Μια παλιά μου γκόμενα, η Δωροθέα, έλεγε ότι βγάζει τα φρύδια της κάθε φορά που την έπαιρνα τηλέφωνο, αλλά όταν την έβλεπα τα είχε ακόμα. Τελικά, με παράτησε ή με κεράτωσε – μπορεί και τα δύο, δε θυμάμαι.

Το κορυφαίο με τον τυπά ήταν πως κράταγε ένα ματσούκι, από αυτά που κόβουν τα στάχυα το χειμώνα στα χωράφια. Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πράγμα από κοντά. Μόνο σε κάτι παιχνίδια στον υπολογιστή που σου το έβγαζε όταν σου τελείωναν οι σφαίρες για τα άλλα όπλα.

«Θα μου πεις να περάσω ή θα την βγάλουμε στο μπαλκόνι; Άντε και πονάει το πλευρό μου, μ’ αυτήν τη ρημάδα την υδρορροή που έχετε,» μου είπε και παρατήρησα πως η φωνή του ήταν πολύ βραχνή και μπάσα.

«Δεν έχω αντίρρηση να περάσεις, αλλά με ποιο δικαίωμα προσβάλλεις την υδρορροή;» του απάντησα, για να μη νομίζει ότι θα με καβαλήσει.

«Ε, τι να σου πω; Αφού ίσα ίσα μ’ άντεξε να σκαρφαλώσω.»

«Κάτσε, ρε φίλε. Ανέβηκες από την υδρορροή και σ’ άντεξε;»

«Όχι ακριβώς,» μου απάντησε με ένα απολογητικό τόνο στη φωνή του.

Τον προσπέρασα και βγήκα στο μπαλκόνι για να δω αυτό που φοβόμουν. Η υδρορροή από τον τρίτο όροφο και πάνω είχε λυγίσει και είχε πέσει προς τα κάτω, δημιουργώντας περίεργους σχηματισμούς. Ο τρίτος όροφος είναι αυτός πάνω από τον δεύτερο και κάτω από τον τέταρτο. Εκεί έμενε η οικογένεια Καρβούνη, πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν κι ένα αγοράκι, ένα αγγελούδι που το έλεγαν Κωστάκη.

«Κλείσε την πόρτα κι έχει ψόφο έξω,» μου φώναξε ο καλοβαμμένος αγρότης με τα μαύρα.

Τότε συνειδητοποίησα πως πράγματι είχε κρύο και προτίμησα να μπω μέσα που έκανε ζέστη («μέσα θα κάνει Fujitsu», μου είπαν και τους είπα εντάξει). Έκλεισα την πόρτα και έβαλα στη θέση τους τις κουρτίνες. Γύρισα και είδα τον άντρα να έχει κάτσει στο κρεβάτι μου και να έχει γείρει προς τα πίσω.

«Περίμενε δυο λεπτά να σου φέρω κάτι,» του είπα και πετάχτηκα στην κουζίνα. Θυμόμουν πως είχα πάρει κάτι παυσίπονα πριν λίγες μέρες. Τα βρήκα κάτω από μια χαρτοσακούλα των Goody’s («Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι», μου είπαν και αμέσως έκανα την παραγγελία μου). Έβαλα νερό από τη βρύση και έριξα ένα από τα χάπια μέσα. Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου όπου ο μαυροφόρος είχε καθίσει πιο άνετα και χάζευε το χώρο.

«Ορίστε,» είπα καθώς του έδινα το ποτήρι.

«Ευχαριστώ. Αν και ήδη νιώθω καλύτερα,» μου απάντησε. «Σιγά σιγά, ξεκίνα να μαζεύεις για να φύγουμε.»

«Να φύγουμε;! Πού να πάμε;», του πέταξα απορημένος.

«Δεν κατάλαβες;» με ρώτησε με ύφος πονηρό.

«Συγγνώμη, αλλά το αστείο παρατράβηξε. Σπας την υδρορροή της πολυκατοικίας, σε βάζω στο σπίτι μου, σου δίνω και παυσίπονο, κι εσύ συνεχίζεις να με δουλεύεις;»

«Δε σε δουλεύω καθόλου. Είσαι ο Γιάννης Γεωργόπουλος και μένεις Αριστείδου 32 στον 5ο όροφο, έτσι δεν είναι;»

«Σωστά όλ’ αυτά, αλλά το κόλλημά σου ποιό είναι; Εσύ ποιός είσαι στην τελική;» τον ρώτησα απειλητικά γιατί είχα αρχίσει να τα παίρνω.

«Ο Χάρος είμαι και ήρθα να σε πάρω,» μου αποκρίθηκε φυσικότατα, λες και μου έλεγε ότι είναι ο κύριος Νίκος ο διαχειριστής.

«Ααα, εντάξει τότε… Ο ΧΑΡΟΣ;!!!» Τινάχτηκα από την καρέκλα μου και απομακρύνθηκα από το κρεβάτι. Επιτέλους κατάλαβα τι μου θύμιζε. Αποφάσισα να το παίξω ψύχραιμος, μπας και τον τουμπάρω. Ξανακάθισα στην καρέκλα μου. «Αχά, χαίρομαι που σε γνωρίζω, βρε Χαρούλη – δε νομίζω να σε πειράζει το υποκοριστικό;»

«Μπα, ούτως ή άλλως δε θα τα λέμε για πολύ,» με καθησύχασε (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε).

«Είσαι σίγουρα ο Χάρος;» τον ρώτησα, με μια κρυφή ελπίδα ότι όπου να’ ναι θα πεταχτεί από μια γωνιά ο Φερεντίνος.

«Ρε Γιάννη, βλέπεις τα μαύρα ρούχα και το άσπρο πρόσωπο;»

«Τα βλέπω.»

«Είναι Απόκριες;»

«Δεν είναι.»

«Άρα…»

«Ok, σιγουρεύτηκα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να ήρθες για μένα. Είμαι σε τρομερά καλή κατάσταση. Ούτε αρρώστιες, ούτε τίποτα,» του εξήγησα, παίρνοντας ένα πειστικό ύφος.

«Sorry αλλά δεν κάνουμε λάθη, απ’ όσο μου έχουν πει τουλάχιστον. Ωραίο δωμάτιο πάντως. Ειδικά αυτή η αφίσα από τον Πόλεμο των Άστρων.»

«Ναι, πράγματι. Άσχετα με τι λένε, σαν την πρώτη τριλογία δεν ήταν τίποτα.» Συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά την σοβαρότητα της κατάστασης. «Δε θέλω να φύγω,» του είπα με σιγουριά.

«Έλα ρε φίλε τώρα, ήδη έχω σπάσει κάνα-δυο πλευρά στην υδρορροή, μη μου το κάνεις αυτό πρώτη μέρα στη δουλειά.»

«Τώρα που το έφερε η κουβέντα, τι σκατά έκανες στην υδρορροή;»

«Ε, ήμουν από κάτω, είδα τα φώτα και είπα να κάνω μια είσοδο εντυπωσιακή, να έχει… ξέρεις … κάτι,» εξήγησε χτυπώντας τον αντίχειρα στον μέσο του δεξιού του χεριού. «Μετά άρχισα να σκαρφαλώνω, μια βλαμμένη στον δεύτερο μου πέταξε μια λεκάνη με νερό, ένα παιδάκι στον τρίτο μου πέταξε το ποδήλατο του, και πάνω που έφτασα στον πέμπτο έσπασε η υδρορροή. Έκανα ένα σάλτο αλλά προσγειώθηκα πάνω στα κάγκελα. Με λίγη προσπάθεια τα πέρασα και βρέθηκα στο μπαλκόνι.»

«Τόσο καλά. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί να έρθεις από την υδρορροή. Δεν μπορούσες να χτυπήσεις το κουδούνι;» απόρησα.

«Έκανα ό,τι έλεγαν οι οδηγίες. Κοτζάμ Χάρος, θα σου χτύπαγα το κουδούνι; Μήπως ήθελες και σοκολατάκια;»

«Φίλε, άκουσε με, είναι αργά,»τον έκοψα.

«Ωραία, θες να φύγουμε;» μου πρότεινε.

«Να πάμε πού;»

«Ε, δεν ξέρεις τώρα; Στον άλλο κόσμο, στα θυμαράκια, εν τόπω χλοερώ, να πεθάνεις τέλος πάντων.»

Σιγά σιγά έμπαινε στο μυαλό μου η υποψία ότι μιλούσε σοβαρά. Όσο το συνειδητοποιούσα, τόσο περισσότερο τρόμο ένιωθα. Ήταν απίστευτο αλλά συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στο σπίτι μου. Έπρεπε να ηρεμήσω και να βρω τρόπο να κερδίσω χρόνο. «Δεν σε πιστεύω, Χαρούλη. Αποκλείεται να είσαι ο Χάρος.»

«Ποιόν περίμενες; Τη Βέφα; Ή τον Μαμαλάκη;»

«Ξέρω γω, ρε παιδί μου. Κάτι σου λείπει, κάτι δεν είναι σωστό.»

«Τι λες τώρα; Απ’ όλα έχω. Και μαύρη κάπα, και μαύρα ρούχα, και κάτασπρο πρόσωπο και δρεπάνι.»

«Μπράβο, ρε γαμώτο. Κι έψαχνα να βρω πως το λένε.»

«Τώρα τι πρόβλημα έχεις;» με ρώτησε ανυπόμονα.

«Δε μπορώ. Μου ήρθε ξαφνικό. Δώσε μου λίγο χρόνο. Μια μέρα μόνο. Εικοσιτέσσερις ώρες,» τον παρακάλεσα

«Σ’ έχω συμπαθήσει, αλλά δεν μπορώ. Εντολές της διεύθυνσης.»

«Έλα, Χαρούλη. Αφού είσαι μια χαρά παιδί, φαίνεται. Δεν μπορούμε να βρούμε κάποια λύση;»

«Με τίποτα. Τι θες δηλαδή; Να το παίξουμε στο σκάκι;»

«Παίζεις σκάκι;»

«Εννοείται. Από τα αγαπημένα χόμπι της διεύθυνσης. Όλοι οι μαθητευόμενοι το μαθαίνουν, αν ονειρεύονται καριέρα.»

«Κρίμα, ρε γαμώτο. Δεν ξέρω σκάκι. Τι θα ‘λεγες για τάβλι;» του αντιπρότεινα, γιατί ήξερα πως το σκάκι δεν ήταν από τα δυνατά μου σημεία. Για την ακρίβεια, τελευταία φορά που είχα κερδίσει στο σκάκι ήταν στην πενταήμερη, όταν έπαιξα με το Χρήστο το ζαβό. Τότε που είχαμε κάψει το σούπερ-μάρκετ του Βερόπουλου («είναι κεφάτη, γυρίζει απ’ του Βερόπουλου», μας είπαν, και δε μας άρεσε). «Έλα τώρα.»

«Τάβλι;» μου είπε με ύφος διστακτικό.

«Ναι, τάβλι,» και πριν προλάβει να το ξανασκεφτεί, έβγαλα το τάβλι που φύλαγα κάτω από το κρεβάτι. Το είχαμε για τις δύσκολες μέρες της Δωροθέας. Άνοιξα το κούμπωμα και άρχισα να στήνω τα πούλια.

«Καλά,» είπε συγκαταβατικά ο Χαρούλης.

Μέσα μου, μια ελπίδα άρχισε να γεννιέται. Επιτέλους, όλα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής θα με βοηθούσαν σε κάτι ουσιαστικό: να σώσω τη ζωή μου. Έβαλα τα πούλια στις δύο άκρες και έσπρωξα το ένα ζάρι προς τη μεριά του Χαρούλη, ενώ ταυτόχρονα σήκωνα το άλλο. «Λοιπόν, πριν ξεκινήσουμε να συμφωνήσουμε τους κανόνες. Αν χάσω, με παίρνεις και φεύγουμε. Αν κερδίσω, την κάνεις κι έρχεσαι αύριο. Ok;»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε με ένα αναστεναγμό.

Όλα πήγαιναν κατ’ ευχή. Ήταν η ώρα που έπρεπε να παίξω το καλό χαρτί. Το τάβλι είναι πολύ καλό για να περνάς τις ώρες σου στις καφετέριες αλλά υπήρχε ένας και μόνο κανόνας: Ποτέ μα πότε δεν παίζεις τους καφέδες στο τάβλι. Ο κανόνας αυτός ήταν ιερός γιατί το τάβλι είναι το παιχνίδι της ανεμελιάς και της απόλαυσης. Αν πέσει στοίχημα, τότε πρέπει να είσαι μέγιστος ταβλαδόρος για να μην αγχωθείς. Καθώς εγώ ήμουν ήδη αρκετά αγχωμένος (κακά τα ψέματα, παιζόταν η ζωή μου), έπρεπε να αγχώσω λίγο το Χαρούλη. «Να βάλουμε και λίγο χρήμα μέσα; Έτσι, για να έχει ενδιαφέρον.»

«Πόσα δηλαδή;» με ρώτησε.

«Ας πούμε δέκα ευρώ για κάθε πούλι που δεν θα προλάβει να βγάλει ο χαμένος.» Το μάτι του Χαρούλη γυάλιζε. Πίστευε πως θα μπορούσε να με νικήσει και να μου πάρει τα λεφτά. Ήταν γελασμένος. «Παίζω καλύτερα όταν είναι για λεφτά,» πρόσθεσα.

«Καλά, καλά,» συμφώνησε.

Ρίξαμε τα πρώτα ζάρια. Έξι αυτός, δύο εγώ. Το ηθικό του ανέβηκε κατακόρυφα. Έφερε διπλές στις τρεις πρώτες ζαριές κι εγώ κάτι ψόφια. Έπρεπε να βρω τρόπο να του αποσπάσω την προσοχή. «Λοιπόν, πως είναι τα πράγματα μετά;»

«Τι εννοείς μετά;»

«Ξέρεις τώρα. Αφού τελειώσουν όλα.»

«Τι σε νοιάζει; Παίζε τώρα.»

«Απλώς ρωτάω τι γίνεται μετά.»

«Μετά ρίχνεις τα ζάρια και συνεχίζουμε το παιχνίδι.»

«Μα που πηγαίνουμε;»

«Τελείωνε. Πουθενά δεν πηγαίνετε.»

«Εννοείς πουθενά; Τελείως; Πάπαλα;»

«Ναι, αυτό εννοώ. Και σταμάτα να μιλάς. Προσπαθώ να παίξω.»

Η πρώτη μου προσπάθεια δεν ήταν και πολύ επιτυχημένη αλλά τουλάχιστον πρόλαβα να στρώσω κάπως τα πράγματα στο δεύτερο ταμπλό. Έπρεπε να συνεχίσω. «Μου θυμίζεις ένα θείο, τον Παντελή, που είχα στην Αφρική. Έτσι μελαψός ήταν κι αυτός. Κράταγε συνέχεια μια αξίνα γιατί είχε ορυχείο για διαμάντια.

«Ναι καλά. Είμαι ό,τι πιο τρομακτικό υπάρχει και εσύ μου λες πως σου θυμίζω το θείο σου τον Παντελή. Σε λίγο θα μου πεις ότι μοιάζω και με κάνα ηθοποιό.»

«Τώρα που το λες, το Μορφέα από το Μάτριξ τον έχεις τίποτα;»

«Με δουλεύεις;»

«Ε, όχι και σε δουλεύω. Εσύ είσαι λίγο μυγιάγγιχτος.»

«Εγώ μυγιάγγιχτος; Εδώ μου έχεις ρίξει τόσες προσβολές. Μέχρι που δεν με πίστευες ότι είμαι ο Χάρος.»

«Ε, και; Εσύ μου διέλυσες την υδρορροή.»

«Τέσπα, ας το ξεχάσουμε τώρα. Ρίξε τα ζάρια.»

Ο διάλογος αυτός ήταν καθοριστικός. Ο Χαρούλης είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και αυτό ήταν υπέρ μου. Έριξε δύο ασσόδυα μαζεμένα ενώ εγώ έφερα τις πρώτες μου εξάρες κι έστρωσα πεντάπορτο. Συνέχισα το ίδιο παραμύθι.

«Και πόσα καθαρίζεις το μηνα;»

«Ε;»

«Ξέρεις τώρα. Μπερντέ, μπικικίνια, λεφτά.»

«Πάει με την παράδοση. Συνολικά, κάτσε να υπολ-»

«Σ’ έπιασα!» φώναξα, διακόπτοντάς τον. Πράγματι, τον είχα τσακώσει σε δύσκολο σημείο. Το εξάπορτο ήταν σχεδόν έτοιμο και η πανωλεθρία του σχεδόν σίγουρη. «Ρίξε και φρόντισε να μη φέρεις μεγάλα.»

«Λες να μην το ξέρω;» μου πέταξε ειρωνικά. Άρπαξε τα ζάρια και τα κούνησε στα χέρια του. Ύστερα τ’ άφησε να πέσουν απαλά: Πεντάρες.

«Γιες!», αναφώνησα. Το υπόλοιπο του παιχνιδιού ήταν τυπικό και διήρκεσε κάνα δεκάλεπτο.

«Τι θα ‘λεγες για δύο στα τρία;» πρότεινε ο Χαρούλης.

«Εντάξει,» του είπα, σημειώνοντας τα πούλια του σε ένα κομμάτι χαρτί. Ξαναστήσαμε και ξεκίνησα πρώτος. Άνοιξε πολύ επιθετικά αλλά ήταν κάτι που χειριζόμουν με μαεστρία, καθώς το είχα μελετήσει διεξοδικά στο τρίτο έτος. Έπαιζε με την πλάτη στον τοίχο.

«Δε μου λες, έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;» μου είπε σε κάποια φάση.

«Έχω κάτι χτεσινά από fast-food.»

«Μόνο; Τι ‘σαι συ, ρε παιδί μου; Έρχεται ένας ξένος στο σπίτι κι εσύ μόνο αποφάγια έχεις;»

«Έχω και κάτι Ferrero Rocher («Μας κακομαθαίνετε, κύριε πρέσβη», μου είπαν˙ τους είπα ότι δεν είμαι πρέσβης και τα πήρα.).»

«Τι τσιγγουνιά, βρε αδερφέ. Και το κουτί της πίτσας άδειο είναι.»

Κατάλαβα ότι πήγε να παίξει την ίδια παγίδα που του έκανα κι εγώ, αλλά δε μάσησα και πέρασα στην αντεπίθεση. «Είπες πριν πως είναι η πρώτη μέρα σου;»

«Ναι,» απάντησε ξερά.

«Τι εννοούσες; Από πάντα εγώ νόμιζα πως ο Χάρος ήταν ένας.»

«Σιγά μη σας προλαβαίναμε. Κι εγώ ήταν να βγω σε τρία χρόνια σε αποστολές αλλά έτυχε ο πόλεμος στο Ιράκ.»

Δεν συνέχισα και έστρωσα σιγά σιγά τα πούλια μου για την τελική επίθεση, η οποία ήταν καταιγιστική. Πέντε πούλια σε τρεις ζαριές και ο Χαρούλης δεν ήξερε από πού του έρχονταν.

Μόλις έριξα την τελευταία ζαριά, ο Χαρούλης πήγε να κλείσει το τάβλι αλλά τον πρόλαβα. «Όχι ακόμα, Ρούλη. Λοιπον, μου χρωστάς εικοσιτέσσερις ώρες και …δέκα και έξι επί δέκα…εκατόν εξήντα ευρώ.»

«Ε;! Μα-»

«Δεν έχει μα. Κάναμε μια συμφωνία και έχασες.»

«Μα δεν έχω τίποτα,» μου απάντησε ενώ έβγαλε από τις τσέπες του κάτι κέρματα.

«Κι αυτά τι είναι;»

«Αυτά είναι για το δρόμο, για τα διόδια.»

«Μ’ αμάξι θα πάμε; Τέλος πάντων. Δέχομαι και επιταγές.»

«Από ποιό λογαριασμό;»

«Από τον δικό σου.»

«Μα δεν έχω λογαριασμό.»

«Καλά, βρε Χαρούλη. Επειδή είμαι καλή ψυχή, θα σ’ αφήσω να μου τα φέρεις αύριο που θα γυρίσεις.»

«Αύριο;»

«Ναι, αύριο. Λοιπόν, άντε στο καλό γιατί έχω και κάτι δουλίτσες.»

«Μα…δεν έχω πού να μείνω. Τι θα κάνω τόσες ώρες;»

«Πήγαινε σε κάνα ξενοδοχείο, σε κάνα σινεμά. Εγώ θα σου πω;»

«Μα, δεν έχω λεφτά.»

«Τόσο το καλύτερο. Πήγαινε σε καμιά διαδήλωση κατά του Ιράκ. Θα έχεις μεγάλο σουξέ.»

«Εντάξει, λοιπόν. Αλλά θα έρθω αύριο.»

«Ναι, εντάξει. Α, και μην βγεις από το μπαλκόνι. Βγες από την πόρτα κανονικά. Μην πάρεις το ασανσέρ, γιατί έχει χαλάσει.»

Πράγματι, με βαριά βήματα, ο Χαρούλης πήρε το δρεπάνι του, πέρασε το διάδρομο, και αφού βγήκε στο χωλ, άκουσα την πόρτα να κλείνει. Έτρεξα να προλάβω να του πω να προσέχει γιατί ο Κωστάκης συχνά κατουράει στις σκάλες. Μόλις άνοιξα την εξώπορτα άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο και μια σπαραχτική κραυγή. Έκλεισα την πόρτα, ανακουφισμένος που δε θα χρειαζόταν να φωνάξω, και κάθισα στην δερμάτινη καρέκλα.

Μετά από καμιά ώρα, χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα και δεν πίστευα στα μάτια μου: Δύο ασπροντυμένοι άντρες, αυτή τη φορά, που κρατούσαν ένα άσπρο ύφασμα, πολύ κακοραμμένο. Αυτοί με πήραν και μ’ έφεραν εδώ, δεσποινίς Στρουμφίτα μου, και να το πιστέψετε αυτό που σας λέω.

Ο ιστοχώρος αυτός είναι αφιερωμένος στο πιο αγαπημένο παιχνίδι των Ελλήνων, το τάβλι. Σε ότιδήποτε αφορά το τάβλι. Στις παραλλαγές των παιχνιδιών στο τάβλι. Στην επίδραση που ασκεί το τάβλι στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων και στην τέχνη. Μια δημιουργία του www.internetinfo.gr

INTERNETINFO © ΤΑΒΛΙ INFO.GR